πόνι

πόνι
το, Ν
ζωολ. βλ. πόνυ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • πόνυ — και πόνεϊ και πόνεϋ και πόνι, το, Ν ζωολ. φυλή μικρόσωμων αλόγων, με μακρύ τρίχωμα, λεπτό κεφάλι, δυνατό λαιμό και πυκνή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pony, πιθ. < γαλλ. poulain «πώλος» < λατ. pullus «πώλος»] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κάνσας — I (Kansas). Ομόσπονδη πολιτεία (213.063 τ. χλμ., 2.715.884 κάτ. το 2002) των κεντρικών ΗΠΑ. Συνορεύει με τις πολιτείες Νεμπράσκα στα B, Μισούρι στα A, Οκλαχόμα στα Ν και Κολοράντο στα A. Πρωτεύουσα είναι η Τοπίκα. Μορφολογικά, το Κ. αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

  • Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… …   Dictionary of Greek

  • βραχύσωμος — η, ο κοντόσωμος, κοντός: Τα σκοτσέζικα πόνι είναι βραχύσωμα άλογα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόνεϊ — πόνεϊ, το και πόνι, το (λ. αγγλ.), άκλ., είδος μικρόσωμου αλόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • poti-s —     poti s     English meaning: owner, host, master, husband     Deutsche Übersetzung: “Hausherr, Herr; Gatte”     Material: O.Ind. páti , Av. paiti “master, mister, lord, master, Gemahl”; O.Ind. pátnī “mistress, wife”, Av. paϑnī “mistress”;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”